αλμπάνης

αλμπάνης
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από τη Δίβρη της Ηλείας. Πήρε μέρος σε επιχειρήσεις στην Πάτρα, τα Καλάβρυτα, το Μεσολόγγι και την Αθήνα και διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Μετά την απελευθέρωση εντάχθηκε στους υπαξιωματικούς της 2ης τάξης. Πέθανε το 1846. 2. Μήτσος. Καταγόταν από το Καρπενήσι και ονομαζόταν Μαργαριτόπουλος. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στη Στερεά Ελλάδα με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και άλλους οπλαρχηγούς. 3. Πάνος. Καταγόταν από το Κρυονέρι Γορτυνίας. Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δ. Πλαπούτα. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. 4. Στάθης. Καταγόταν από την Άμφισσα. Με τον Γ. Γκούρα πολέμησε στην Ακρόπολη των Αθηνών, όπου και εγκαταστάθηκε από το 1825. Σκοτώθηκε στην Αθήνα το 1826.
* * *
ο (θηλ. -ισσα)
1. πεταλωτής, καλιγωτής (το θηλ. δηλώνει τη γυναίκα τού πεταλωτή)
2. (συχνά με ονόματα δηλωτικά επαγγέλματος) αδέξιος, άπειρος
«γιατρός είναι αυτός ή αλμπάνης;».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από αρχικό τ. *ναλμπάντης, ο (εξελληνισμένος τ. τού τουρκ. nalbant). To αρχικό ν απεβλήθη από τη συνεκφορά τού τ. με το άρθρο τον: τον ναλμπάντη > τον αλμπάντη > τον αλμπάνη, με απλοποίηση τού συμπλέγματος -ντ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλμπάνης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα (για τη γυναίκα του αλμπάνη), πεταλωτής, αδέξιος τεχνίτης: Ζήτησαν στο χωριό αλμπάνη, αλλά αλμπάνης δεν υπήρχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλιγωτής — και καλιβωτής ο [καλιγώνω] αυτός που έχει ως επάγγελμα να καλιγώνει, πεταλωτής, αλλ. αλμπάνης …   Dictionary of Greek

  • πεταλωτής — ο, Ν ειδικός στο πετάλωμα τών αλόγων και άλλων ζώων, καλιγωτής, αλμπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”